ξεσπάθωμα

ξεσπάθωμα
το [ξεσπαθώνω]
1. η ξιφούλκηση, το τράβηγμα τού σπαθιού από τη θήκη του
2. μτφ. α) σύντονη ενέργεια για την επίτευξη ορισμένου σκοπού
β) ανάληψη έντονης δράσης υπέρ ή κατά ενός προσώπου ή μιας υπόθεσης ή ιδέας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ξεσπάθωμα — το, ατος 1. το βγάλσιμο του σπαθιού από τη θήκη, η ξιφούλκηση. 2. μτφ., επίθεση με λόγια και έργα ενάντια σε κάποιον …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εκξιφισμός — ἐκξιφισμός, ο (Μ) ξεσπάθωμα …   Dictionary of Greek

  • ξιφούλκηση — ξιφούλκηση, η και ξιφουλκία, η το τράβηγμα του σπαθιού έξω από τη θήκη, το ξεσπάθωμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”